μηδαμεῖ

μηδαμεῖ
μηδᾰμ-εῖ, [dialect] Dor. Adv.
A nowhere, Schwyzer 323 C 34 (Delph., iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηδαμεί — μηδαμεῑ (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. παραυτ εί, τουτ εί)] …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”